γυναικόδουλος

γυναικόδουλος
ο
1) тот, кто находится под башмаком у жены или любовницы; 2) ловелас

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γυναικόδουλος" в других словарях:

  • γυναικόδουλος — ο (AM γυναικόδουλος) δούλος στα ερωτικά θέλγητρα τής γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • γυναικόδουλος — ο 1. ο γυναικάς. 2. ο άντρας που εξουσιάζεται από τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»